μαλθακαί

μαλθακαί
μαλθακός
soft
fem nom/voc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • μαλθακός — ή, ό (AM μαλθακός, ή, όν, Α αιολ. τ. αρσ. μόλθακος) 1. μαλακός, απαλός, τρυφερός («μαλθακαὶ πλευραί», Πολυδ.) 2. άτολμος, λιγόψυχος νεοελλ. ασκληραγώγητος μσν. αρχ. κίναιδος αρχ. 1. αδύνατος, ασθενικός («καὶ τὸ ξίφος οὐ δύναμαι κατέχειν, ἀλλ ἤδη… …   Dictionary of Greek

  • μαλθάκ' — μαλθακά , μαλθακός soft neut nom/voc/acc pl μαλθακά̱ , μαλθακός soft fem nom/voc/acc dual μαλθακά̱ , μαλθακός soft fem nom/voc sg (doric aeolic) μαλθακέ , μαλθακός soft masc voc sg μαλθακαί , μαλθακός soft fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”